αμολγεύς

αμολγεύς
ἀμολγεὺς (έως), ο (Α) [ἀμέλγω]
δοχείο μέσα στο οποίο αρμέγουν, καρδάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμολγεύς — milk pail masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγῆς — ἀμολγεύς milk pail masc nom pl ἀμολγεύς milk pail masc nom/voc pl ἀμολγή milking fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγεῖ — ἀμολγεύς milk pail masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμόλγιον — ἀμόλγιον, το (Α) [ἀμέλγω] μικρός αμολγεύς*, αμολγεύς, καρδάρα …   Dictionary of Greek

  • ἀμολγέως — ἀμολγέω̆ς , ἀμολγεύς milk pail masc gen sg ἀμολγεύς milk pail masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… …   Dictionary of Greek

  • γαυλός — γαυλός, ο (Α) 1. αμολγεύς, καρδάρα 2. κουβάς για άντληση νερού 3. οποιοδήποτε σκεύος με στρογγυλό σχήμα 4. κούπα τού κρασιού 5. κυψέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γαυλός και γαύλος θα μπορούσαν να έχουν κοινή προέλευση. Εάν ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα,… …   Dictionary of Greek

  • ἀμολγέα — ἀμολγέᾱ , ἀμολγεύς milk pail masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγέας — ἀμολγέᾱς , ἀμολγεύς milk pail masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”